- μασκάλη
- ηανοιχτή κοιλότητα του σώματος που σχηματίζεται κάτω από τους ώμους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μασκάλη — και αμασκάλη, η βλ. μασχάλη … Dictionary of Greek
μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… … Dictionary of Greek
μοσχάρι — και μοσκάρι, το (ΑΜ μοσχάριον, Μ και μοσχάρι και μοσχάριν και μουσχάρι και μουσχάριον και μοσκάρι και μουσκάρι) 1. νεογνό αγελάδας, μικρός μόσχος, μοσχαράκι 2. (χωρίς υποκορ. σημ.) ο μόσχος νεοελλ. 1. μτφ. α) αφελής, κουτός («μην τού δίνεις και… … Dictionary of Greek
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek
ξεμασκαλίζω — και ξεμασχαλίζω 1. κόβω βλαστό φυτού από τη μασχάλη με σκοπό τη μεταφύτευση 2. αποσπώ βλαστό ή κλαδί φυτού με το χέρι 3. κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια 4. μτφ. (για πρόσ.) βγάζω τη μασχάλη, εξαρθρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μασκάλη / … Dictionary of Greek
σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ … Dictionary of Greek
σκαρί — το, Ν 1. ναυτ. α) σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται το πλοίο που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται, εσχάρα ναυπηγείου β) σκελετός ναυπηγούμενου πλοίου («η Νοτιά... δεν ήτο ικανή να τού αρπάσῃ το σκαρί του..., Παπαδ.) 2. μτφ. α) σωματική διάπλαση,… … Dictionary of Greek
αμασκάλη — η (α προτακτ. + μασχάλη), βλ. μασκάλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασχάλη — η η μασκάλη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)